- σταφυλόκοκκος
- Μικρόκοκκος απειροελάχιστων διαστάσεων (1 μικρό κατά μέσο όρο), που εμφανίζεται με το μικροσκόπιο σαν τσαμπί από σταφύλια. Καμιά φορά εμφανίζεται μεμονωμένος, συνήθως όμως με τη μορφή διπλό-κοκκου (μέσα σε υγρό θρεπτικού υλικού) ή σωρού (μέσα σε στερεό με θρεπτικό υγρό). Ο σ. είναι πολύ διαδομένος, ζει δε σαπροφυτικά μέσα στο νερό, πάνω στο χώμα, στον αέρα ή τη σκόνη. Αναπτύσσεται σε κατάσταση παράσιτου στο δέρμα και τους βλεννογόνους του ανθρώπου και γίνεται παθογόνος όταν μειώνεται η αντίσταση του οργανισμού. Διακρίνονται σε δύο κύριες μορφές: το χρυσίζοντα (κιτρινόχρωμο) σ., παραλλαγή του οποίου είναι ο λευκός σ., και το σ. της επιδερμίδας. Οι σ. είναι πυογόνοι, παρατηρούνται δε σε μεγάλο αριθμό μολύνσεων. Η θεραπεία των παθήσεων που οφείλονται στο σ. έγινε πιο αποτελεσματική με την ανακάλυψη της πενικιλίνης, σιγά-σιγά όμως αναπτύχθηκαν στελέχη ανθεκτικά σ’ αυτό το αντιβιοτικό. Από τότε απομονώθηκαν και άλλα αντιβιοτικά, που ενεργούσαν ενάντια σε μεγάλο αριθμό στελεχών σ., στην πράξη όμως κανένα δεν έχει 100% σίγουρο αποτέλεσμα. Δραστικότερες ουσίες θεωρούνται η ολεαντομυκίνη, η χλωρεμφενικόλη, η νοβοβιοκίνη και η καναμυκίνη. Επίσης οι νέες μορφές πενικιλίνης, που δεν επηρεάζονται από την πενικιλινάση, δίνουν θετικά αποτελέσματα.
Καλλιέργεια σταφυλόκοκκου.
* * *ο, Ν(μικρβλ.) γένος παθογόνων βακτηρίων με τη μορφή θετικών κατά Γκραμ κόκκων, τών οποίων οι συσσωρεύσεις μοιάζουν στο μικροσκόπιο με τσαμπί από σταφύλι και απαντούν σε περιπτώσεις μολύνσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. staphylococcus (< σταφυλή + κόκκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Μ. Θ. Χαιρέτη].
Dictionary of Greek. 2013.